Ο Τάκης Κανελλόπουλος υπήρξε ένας από τους ξεχωριστούς και μοναχικούς δημιουργούς του ελληνικού κινηματογράφου, που αναγνωρίζεται από την κριτική ως ένας από τους προπομπούς του λεγόμενου «Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου». Ήταν «ο σκηνοθέτης των βροχερών μακεδονίτικων τοπίων, ο λυρικός ποιητής ενός κινηματογράφου που δεν έμοιαζε με κανέναν άλλο, ο αισθαντικός απολογητής της μοναξιάς και κάπου του ελληνικού σπαραγμού που η ονειροπόλα φύση του ήξερε να ξεχωρίζει μέσα από τη βοή του κόσμου γύρω του», όπως τον σκιαγράφησε ο ομότεχνος του Νίκος Κούνδουρος. Έρως - Θάνατος ήταν ο άξονας των έργων του και της σύντομης ζωής του. Από την πρώτη του εμφάνισή στο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης το 1960 με το ντοκιμαντέρ «Μακεδονικός Γάμο» έως την τελευταία του ταινία «Σόνια» (1980), τον χαρακτήριζε η ίδια βαθιά μελαγχολία στο βλέμμα.
Ο Τάκης Κανελλόπουλος γεννήθηκε στις 26 Οκτωβρίου 1933 στη Θεσσαλονίκη. Φοίτησε στο «Ανατόλια», το Αμερικάνικο Κολέγιο της Θεσσαλονίκης, και στα 19 του ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία γράφοντας στην εφημερίδα «Ελληνικός Βορράς». Όταν αποφάσισε ν’ ασχοληθεί με τον κινηματογράφο κατέβηκε στην Αθήνα και σπούδασε σκηνοθεσία στη Σχολή Σταυράκου και στη συνέχεια στο Μόναχο, όπου ήρθε σε επαφή με τις νέες τάσεις στον κινηματογράφο και την τέχνη εν γένει.
«Ουρανός»: Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία
Το 1962 γύρισε την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους με τίτλο «Ουρανός», ένα αντιπολεμικό αριστούργημα, με πρωταγωνιστές τον Φαίδωνα Γεωργίτση, τον Τάκη Εμμανουήλ και τη Νίκη Τριανταφυλλίδη. Ο Κανελλόπουλος βλέπει τον ελληνοϊταλικό πόλεμο μέσα από τα τραγικά επεισόδια ανθρώπων που χάθηκαν σε αντίστιξη με την προηγούμενη ειρηνική ζωή τους. Η ταινία κέρδισε το βραβείο φωτογραφίας (Τζιοβάνι Βαριάνο και Γρηγόρης Δανάλης) στην Τρίτη Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου και συμμετείχε στα φεστιβάλ των Καννών και της Νέας Υόρκης, ενώ απέσπασε το Αργυρό Βραβείο του φεστιβάλ κινηματογράφου της Νάπολης την ίδια χρονιά.
Ακολούθησε το ερωτικό δράμα «Εκδρομή» (1966) με πρωταγωνιστές τη Λίλυ Παπαγιάννη, τον Άγγελο Αντωνόπουλο και τον Κώστα Καραγιώργη. Σε μία επαρχιακή πόλη κοντά στα σύνορα η σύζυγος ενός υπολοχαγού συνδέεται ερωτικά με τον φίλο τους λοχία. «Ξέχειλη από ευαισθησία, αναζήτηση και πειραματισμό, πλημμυρισμένη από συγκίνηση, μ’ ένα θέμα συγκλονιστικό: την πορεία προς τον κοινό θάνατο δύο ανθρώπων που συναντιούνται και αγαπιούνται μέσα στις πιο απαγορευμένες συνθήκες, όπου ο έρωτας τους με την απέραντη αγνότητα του αντιμετωπίζεται σαν ύβρις απέναντι σε κάθε ηθική αξία» έγραψε στην κριτική στην εφημερίδα «Το Βήμα» η κριτικός και μετέπειτα σκηνοθέτιδα Τώνια Μαρκετάκη. Η ταινία τιμήθηκε με τον βραβείο φωτογραφίας για τον Συράκο Δανάλη και ειδική μνημεία για τη σκηνοθεσία του Κανελλόπουλου στο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης.
Οι αρνητικές κριτικές και η απογοήτευση
Ωστόσο, οι τελευταίες ταινίες του, η αντιπολεμική «Τελευταία άνοιξη» (1972), η σπονδυλωτή «Χρονικό μιας Κυριακής» (1975), που τοποθετείται στην «εποχή των παιδικών χρόνων και ονείρων χωρίς ημερομηνία», η ημιαυτοβιογραφική «Ρομαντικό σημείωμα» (1978) και η «Σόνια» (1980), που θυμίζει την «Παρένθεση», αντιμετωπίστηκαν αρνητικά, ακόμα και εχθρικά από το κοινό στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και με αδιαφορία από τους περισσότερους κριτικούς.
Η εχθρική στάση του κοινού απέναντι στις ταινίες του προκάλεσαν απογοήτευση στον σκηνοθέτη, ο οποίος απομονώθηκε δουλεύοντας για περίπου δέκα χρόνια την ιδέα της επόμενης ταινίας του, περιμένοντας το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου να εγκρίνει τη χρηματοδότησή της και γράφοντας νουβέλες και διηγήματα.
Στις 21 Σεπτεμβρίου 1990, σε ηλικία 57 ετών, ο Τάκης Κανελλόπουλος πέθανε από έμφραγμα, την ίδια μέρα που τελικά εγκρίθηκε η χρηματοδότηση της ταινίας που σχεδίαζε.