O Πάουλ Κλέε (Paul Klee) ήταν ελβετός ζωγράφος της αφηρημένης τέχνης, από τους πιο πρωτότυπους του 20ου αιώνα και από τους σημαντικότερους στοχαστές σε θέματα τέχνης. Τα έργα του, με τον παράδοξο πικτογραφικό χαρακτήρα τους και τη γραμμική ελευθερία, θυμίζουν μερικές φορές την παιδική τέχνη. Ο ίδιος χαρακτήριζε τη ζωγραφική του ως «αφηρημένη τέχνη με αναμνήσεις».
Ο Πάουλ Κλέε γεννήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 1879 στο Μινχενμπούχσε, ένα χωριό κοντά στη Βέρνη της Ελβετίας, από οικογένεια μουσικών. Ταλαντούχος ο ίδιος στο βιολί, ακολούθησε αρχικά μουσική σταδιοδρομία και μεταξύ 1903 και 1906 έπαιζε περιοδικά με τη Συμφωνική Ορχήστρα της Βέρνης. Στη νεότητά του ο Κλέε αγαπούσε ιδιαίτερα τα αρχαία ελληνικά, έγραψε επίσης ποιήματα και αποπειράθηκε να γράψει θεατρικά έργα.
Το 1906 παντρεύτηκε την πιανίστρια Λίλι Στουμπφ, που είχε γνωρίσει ως σπουδαστής, και εγκαταστάθηκε στο Μόναχο. Ο Κλέε εισήλθε στους κόλπους της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας όταν το 1911 έγινε μέλος της καλλιτεχνικής ομάδας «Γαλάζιος Καβαλάρης» («Der Blaue Reiter»), που είχαν ιδρύσει ο Βασίλι Καντίνσκι ο Φραντς Μαρκ.
Ωστόσο, ως το 1914 ο Πάουλ Κλέε δυσκολευόταν να ζωγραφίσει. Του έλλειπε η αυτοπεποίθηση και δεν εμπιστευόταν την ικανότητά του ως κολορίστα, γι’ αυτό και τα περισσότερα έργα του ως εκείνη τη χρονιά ήταν ασπρόμαυρα. Τον Απρίλιο του 1914 όμως ταξίδεψε στην Τυνησία κι εντυπωσιάστηκε από το τοπίο τόσο πολύ που άρχισε να ζωγραφίζει χρησιμοποιώντας έντονα χρώματα. Οι υδατογραφίες που φιλοτέχνησε στην Τυνησία θα μπορούσε να πει κανείς ότι αποτέλεσαν τη βάση για τον χειρισμό του χρώματος σ’ όλη τη μετέπειτα ζωγραφική του.
Ζωγραφίζοντας… αεροπλάνα
Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, υπηρέτησε στον γερμανικό στρατό (1916-1918) και τοποθετήθηκε σε αεροπορικές βάσεις, όπου ζωγράφιζε και στίλβωνε αεροπλάνα. Κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου, ο ψυχισμός του επηρεάστηκε έντονα από το θάνατο στα πεδία τω μαχών των φίλων του ζωγράφων Αουγκούστ Μάκε (1914) και Φραντς Μαρκ (1916).
Η βασική αρχή της τέχνης και της διδασκαλίας του Κλέε εκφράζεται καλύτερα με την παραβολή του με το δέντρο, που κορμός του είναι ο καλλιτέχνης. Το πρότυπο με βάση το οποίο αναπτύσσονται οι ρίζες του δέντρου είναι το πρότυπο της φύσης (πηγής μορφών και ιδεών για τον καλλιτέχνη). Το πρότυπο αυτό αντανακλάται στην ανάπτυξη των κλαδιών και των ανθών, αλλά στην τελική ανθοφορία (που είναι το έργο τέχνης) η φύση έχει μετασχηματιστεί χάρη στον πλούτο των φαντασιακών ενστίκτων του καλλιτέχνη. Σημαντικός είναι εξάλλου για τον Κλέε και ο ρόλος του αυτοσχεδιασμού: το έργο τέχνης, όπως κι ένα απλό σκαρίφημα, μπορεί να ακολουθήσει τη δική του πορεία εξέλιξης, οδηγούμενο από το υποσυνείδητο του καλλιτέχνη και χωρίς κανένα στοιχείο συνειδητού ελέγχου από μέρους του.
Η πρώτη ατομική έκθεση στο Παρίσι
Στα μέσα της δεκαετίας του ’20 ο Κλέε πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στο Παρίσι. Η αυξανόμενη προσήλωσή του στην τέχνη του από τη μία και η πολιτική ένταση που επικρατούσε στη σχολή Μπάουχαους από την άλλη τον εξώθησαν να παραιτηθεί από την έδρα του το 1931, επιλέγοντας μία λιγότερο απαιτητική θέση καθηγητή στην Ακαδημία του Ντίσελντορφ.
Παρέμεινε εκεί ως την άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία το 1933. Αφού υπέστη αλλεπάλληλες ταπεινώσεις από την Γκεστάπο, ξαναγύρισε στην Ελβετία, όπου και παρέμεινε ως το θάνατό του. Την περίοδο του ναζιστικού καθεστώτος, 102 έργα του από διάφορα γερμανικά μουσεία κατασχέθηκαν και απ' αυτά 17 συμπεριλήφθηκαν στην έκθεση για την «εκφυλισμένη τέχνη», που οργάνωσαν οι Ναζί στο Μόναχο το 1937.
Ο Πάουλ Κλέε άφησε την τελευταία του πνοή στις 29 Ιουνίου 1940 στην κλινική της Αγίας Αγνής στο Μουράλτο του Λοκάρνο. Την 1η Ιουλίου έγινε η αποτέφρωση της σορού του στο Λουγκάνο και η τεφροδόχος τάφηκε τελικά τον Σεπτέμβριο του 1942 στο κοιμητήριο Σοσχάλντεν της Βέρνης. Πάνω στην επιτύμβια πλάκα του είναι γραμμένο ένα απόσπασμα από το ημερολόγιό του: «Δεν μπορώ να αρπαχτώ από αυτόν τον κόσμο. Γιατί νιώθω τόσο κοντά με τους νεκρούς, όσο και με τα όντα εκείνα που δεν έχουν ακόμα γεννηθεί».