Ο Χούλιο Κορτάσαρ (Julio Cortázar) θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους λατινοαμερικάνους πεζογράφους, αν και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Ευρώπη. Στο έργο του, που αποτελείται κυρίως από διηγήματα και το φημισμένο μυθιστόρημα «Το Κουτσό», συνδυάζει τον υπαρξιακό προβληματισμό με την πειραματική γραφή. Ο μεξικάνος συγγραφέας Κάρλος Φουέντες τον αποκάλεσε «Σιμόν Μπολιβάρ της λατινοαμερικάνικης αφήγησης», που την απελευθέρωσε από το φαρισαϊσμό και τον επαρχιωτισμό που την κατέτρεχαν.
Ο Χούλιο Κορτάσαρ γεννήθηκε στις 26 Αυγούστου 1914 στις Βρυξέλλες, όπου ο πατέρας του υπηρετούσε στη διπλωματική αποστολή της Αργεντινής στο Βέλγιο. Σε ηλικία τεσσάρων ετών μετακόμισε με την οικογένειά του στην Αργεντινή κι εγκαταστάθηκε στο Μπουένος Άιρες. Ύστερα από λίγο ο πατέρας του εγκατέλειψε την οικογενειακή εστία και ο νεαρός Χούλιο μεγάλωσε με τη μητέρα του.
Πρώτη εμφάνιση στη λογοτεχνία με την ποιητική συλλογή “Παρουσία”
Μετά την ολοκλήρωση των δευτεροβάθμιων σπουδών του, απέκτησε το δικαίωμα να διδάσκει σε δημοτικά σχολεία, αλλά επιδιώκοντας ανώτερη εκπαίδευση, γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες, όπου σπούδασε φιλοσοφία και ξένες γλώσσες χωρίς να πάρει πτυχίο. Τα επόμενα χρόνια δίδαξε γαλλικά σε σχολεία και εργάστηκε ως μεταφραστής.
Το 1949 δημοσίευσε το θεατρικό έργο «Los Reyes» («Οι Βασιλιάδες»), εμπνευσμένο από τον μύθο του Μινώταυρου. Το 1944 διορίστηκε καθηγητής γαλλικών στο Πανεπιστήμιο της Μεντόσα, αλλά εξαναγκάστηκε να παραιτηθεί εξ αιτίας των αντιπερονιστικών του αισθημάτων.
Η δυσαρέσκεια για την κυβέρνηση Περόν και η “φυγή” για Παρίσι
Το 1951 συγκέντρωσε όλα του τα διηγήματα σ’ ένα τόμο και τον δημοσίευσε με τον τίτλο «Bestiario». Τον ίδιο χρόνο εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, μία πράξη που οφειλόταν στη δυσαρέσκειά του για την κυβέρνηση του Περόν και για την καθολική απάθεια της μεσαίας αστικής τάξης της Αργεντινής. Δεν επέστρεψε ποτέ στην πατρίδα του παρά μόνο ως επισκέπτης.
Τα επόμενα χρόνια εργάστηκε στην ΟΥΝΕΣΚΟ ως μεταφραστής κι επισκέφτηκε πολλές χώρες, μεταξύ αυτών και την Ελλάδα. Το 1981 απέκτησε τη γαλλική υπηκοότητα με απόφαση του τότε προέδρου της Γαλλίας, Φρανσουά Μιτεράν.
Το 1958 δημοσίευσε τη συλλογή διηγημάτων «Μυστικά όπλα» («Las armas secretas», από το οποίο ξεχωρίζει το διήγημα «ΕΙ perseguidor», το οποίο στην Ελλάδα κυκλοφόρησε αυτοτελώς με τον τίτλο «Ο Κυνηγός» και βασίζεται στη ζωή του τζαζίστα Τσάρλι Πάρκερ. Ο ήρωάς του ενσαρκώνει πολλά από τα γνωρίσματα των μεταγενέστερων χαρακτήρων τού Κορτάσαρ.
Ένα ξεχωριστό έργο του είναι η συλλογή εύθυμων και χιουμοριστικών διηγημάτων, που γράφτηκαν μεταξύ 1952 και 1959 και δημοσιεύθηκαν με τίτλο «Ιστορίες των κρονόπιο και των φάμα» («Historias de cronopios y de famas», 1962).
«Το Κουτσό», το αριστούργημα του Κορτάσαρ
Το αριστούργημα του Κορτάσαρ θεωρείται το πολυσέλιδο μυθιστόρημα «Το Κουτσό» («Rayuela», 1963), ένα έργο χωρίς τέλος ή αντιμυθιστόρημα. Ο αναγνώστης καλείται ν’ ανακατασκευάσει τα διάφορα μέρη του μυθιστορήματος, σύμφωνα με ένα σχέδιο προκαθορισμένο από τον συγγραφέα.
Άλλα γνωστά έργα του είναι τα: «Όλες οι φωτιές η φωτιά» («Τodos los fuegos el fuego», 1966), «Το βιβλίο του Μανουέλ» («Libro de Manuel», 1973), «Πόσο αγαπάμε την Γκλέντα» («Queremos tanto a Glenda», 1980), «ΑΙguien que anda por ahi» (1977) και «Οκτάεδρο» («Octaedro», 1974). Το τελευταίο του έργο, που έγραψε σε συνεργασία με τη σύζυγό του Κάρολ Ντάνλοπ (1946-1982), είναι το «Les Autonautes de la Cosmoroute» (1982).
Ο Χούλιο Κορτάσαρ πέθανε στις 12 Φεβρουαρίου 1984 στο Παρίσι, σε ηλικία 69 ετών. Η αιτία θανάτου του ήταν η λευχαιμία, ενώ άλλες πηγές αναφέρουν το AIDS, από το οποίο προσβλήθηκε κατά τη διάρκεια μετάγγισης αίματος.